- ἰδιάζοντα
- ἰδιάζωto be alonepres part act neut nom/voc/acc plἰδιάζωto be alonepres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα … Dictionary of Greek
καινοσχήμων — καινοσχήμων, όσχημον (AM) (μόνο στο ουδ.) καινόσχημον αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο σχήμα («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων, μεγαλο… … Dictionary of Greek
καινοσχημάτιστος — καινοσχημάτιστος, ον (Μ) ο σχηματισμός με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σχημάτιστος (< σχηματίζω), πρβλ. διπλο σχημάτιστος, ετερο σχημάτιστος] … Dictionary of Greek
περισσώς — και αττ. τ. περιττῶς ΜΑ [περισσός] επίρρ. 1. υπερβολικά, υπέρμετρα, πάρα πολύ («θεοσεβέες περισσῶς ἐόντες», Ηρόδ.) 2. με ιδιάζοντα τρόπο, με πολυτέλεια, με λαμπρότητα, με μεγαλοπρέπεια, έξοχα («πολλὰς οἰκήσεις περιττῶς κατεσκευσμένας διέφθειραν» … Dictionary of Greek
αγροτική οικονομία — Η α.ο. εξετάζεται διπλά: ως τομέας της οικονομίας και ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης. Ως τομέας της οικονομίας η α.ο. έχει σημασία και ρόλο ιδιάζοντα, αν και πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ως πρωταρχική μορφή παραγωγικής δραστηριότητας, όπως … Dictionary of Greek
απλίτης — Ιδιόμορφο ηφαιστειακό πέτρωμα, αρκετά ανοιχτόχρωμο, που αποτελείται μόνο από χαλαζία και ορθόκλαστο, των οποίων οι κρύσταλλοι έχουν μικρές διαστάσεις και είναι ομοιόμορφοι. Βρίσκεται με μορφή φλεβών λίγο έως πολύ λεπτών, που διασχίζουν ακτινωτά ή … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
ИКОНОБОРЧЕСТВО — религ. и политическое движение, отвергавшее святость религ. изображений и иконопочитание. Хотя эпизоды или кампании И. имели место в разные исторические периоды и в разных странах, прототипическим И. как с т. зр. масштаба и продолжительности, так … Православная энциклопедия